Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Λογοτεχνικές Προτάσεις 84: Λιμνοθάλασσα ελευθερίας (Ιστορικό μυθιστόρημα)


Το μυθιστόρημα αφηγείται την άγνωστη σε πολλούς πολιορκία του Αιτωλικού και τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Αιτωλίας από τη στρατιά του Μουσταή πασά της Σκόδρα το φθινόπωρο του 1823 και παράλληλα τις πολιτικές συγκρούσεις που οδήγησαν στον Α΄ εμφύλιο της ελληνικής επανάστασης.

Συγγραφέας: Φώτης-Νεκτάριος Σαγώνας
Κατηγορία: Ιστορικό Μυθιστόρημα
ISBN: 9789609963435
Ημερομηνία έκδοσης: 09/2015
Εκδότης: Ψυχής τα Λαμπυρίσματα
Εξώφυλλο: Μαλακό
Σελίδες: 600
Τιμή: 16,00€

Ένα μικρό απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:
Παρά τα εξηνταπέντε της χρόνια, τα δάκτυλα τής κυρά-Μαριγώς δούλευαν επιδέξια μες στο σκοτάδι, επιδιορθώνοντας τα δίχτυα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην ανατολική όχθη και στις σποραδικές φωτιές που απλώνονταν από το Κεφαλόβρυσο μέχρι βαθιά κάτω προς στο Μεσολόγγι. Δεν θα χρειάζονταν τα δίχτυα της σύντομα, καθώς ένα κοφίνι χέλια και δυο λαυράκια που είχε ψαρέψει εχτές, θα τις έφταναν για μέρες. Κάτι όμως έπρεπε να κάνει με τα χέρια της για να καταλαγιάζει το τρέμουλο. Από τ’ άγρια μεσάνυχτα είχε ξαγρυπνήσει, ακούγοντας τα ποδοβολητά του εχθρού. Περίμενε, για ώρες, την αυγή, με πρόσωπο ανέκφραστο, σαν τις πέτρες που στοίβαζε για χρόνια μπρος στο καλύβι της.
Το ξύλινο καλύβι το είχε κτίσει ο πατέρας της εκεί στην ανατολική όχθη του Ανατολικού, απάνω σε πάσσαλους, μισό μέσα στο νερό της λιμνοθάλασσας, μισό στη στεριά. Από τότε που κάηκαν Αντλικό και Μισολόγγι απ’ τους τουρκαλβανούς, κάθε χρόνο την άνοιξη, και για πενήντα δύο χρόνια, μαζεύει λιθάρια από τις ακτές με τη βάρκα της και τα στοιβάζει μπρος στο καλύβι της. Εκατοντάδες πέτρες έχουν μπαζώσει το νερό, δημιουργώντας ένα μικρό ύψωμα στην ακτή. Με κάθε λιθάρι έφτυνε και μια κατάρα για τους αλβανούς, κι άλλη μια κατάρα για όλα τα αρσενικά του κόσμου!
Κι όσο γλυκοχάραζε η αυγή, τόσο μουρμούριζε η κυρά-Μαριγώ καινούριες κατάρες. Με κάθε κόμπο στα δίχτυα της, έπλεκε και μια καινούργια κατάρα. Μικρούλα Μαριγούλα την φώναζαν οι παλιοί, όταν ήταν παιδούλα, παινώντας την τσιγγάνικη ομορφιά της. Λωλό-Μαριγώ την κράζουν τα παιδιά πετροβολώντας την, όταν τους δείχνει αγριεμένη τα λιγοστά της δόντια.
Τα αιτωλικιώπουλα δεν τολμούν να πλησιάσουν το καλύβι και τις πέτρες της. Καταραμένο το ‘λεν, και τα πιο αλαφροΐσκιωτα, ακούνε τις νύχτες βογγητά από φαντάσματα. Κι έχουν δίκιο! Τουλάχιστον δυο καταραμένοι νεκροί το στοιχειώνουν. Ο ένας, είναι το πνεύμα του άμοιρου πατέρα της, που ξεκοιλιασμένος, αργοπέθαινε στο πάτωμα, βλέποντας το κορίτσι του να βιάζεται ξανά και ξανά, από μεθυσμένους, με τα φονικά, Αρβανίτες. Ο άλλος είναι ο Αλή, ο τελευταίος βιαστής της, όταν χαράματα, που οι άλλοι έφυγαν για να λεηλατήσουν, κι αυτός δεν χόρταινε το παιδικό κορμί της, έμεινε πίσω μαζί της. Η μικρούλα Μαριγούλα κάθε τόσο άπλωνε το χέρι της να πιάσει την τρίαινα του πατέρα της κάτω από το κρεβάτι. Κι όταν ο Αλή, μουγκρίζοντας, έπεσε εξαντλημένος στο πάτωμα, τα επιδέξια δάκτυλα της Μαριγούλας σφίχτηκαν γύρω από την τρίαινα και την κάρφωσαν με δύναμη στο λαιμό του! Το όμορφα τσιγγάνικα μάτια της πέταγα φωτιές όσο τον έβλεπαν να σπαρταρά. Σαν βγήκε η ψυχή του η Μαριγώ έσυρε τα άψυχα σώματα κάτω απ΄ την καλύβα της και τα πλάκωσε μεσ’ στο νερό με πέτρες.
Κείνο το πρωί ο ήλιος πρόβαλε πάνω απ τον Ζυγό και φώτισε τους καβαλαρέους που περιδιάβαιναν οπλισμένοι την ακτή. Σαν αρρώστια απλώνονταν, πίσω τους, κατά χιλιάδες, οι πεζοί που κατέφθαναν. Ο ήλιος φώτισε το μελαψό, σκαμμένο απ’ την αλμύρα πρόσωπο της Μαριγώς και τα γκρίζα ανάκατα μαλλιά της έλαμψαν μ’ ασήμι. Κι όσο φωτίζονταν το πρόσωπό της τόσο τα όμορφα, ακόμη, μάτια της γεμίζανε σκοτάδι. Η λωλο-Μαργιώ άφησε για λίγο τα δίχτυα και τα δάχτυλά της χάιδεψαν, σαν να ‘ταν πιστό σκυλί, την τρίαινα που είχε αφημένη στα πόδια της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...